- χωματίλα
- η запах земли;
§ μυρίζω χωματίλα — предчувствовать смерть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ μυρίζω χωματίλα — предчувствовать смерть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χωματίλα — η, Ν 1. η ιδιάζουσα οσμή τού χώματος 2. φρ. «μυρίζω χωματίλα» (ειρωνικά) είμαι πολύ εξασθενημένος, σχεδόν ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, ατος + κατάλ. ίλα (πρβλ. ψαρ ίλα)] … Dictionary of Greek
χωματίλα — η η ιδιαίτερη μυρουδιά του χώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ … Dictionary of Greek
χωματιά — η, Ν χωματίλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, ατος + κατάλ. ιά (πρβλ. βρομ ιά)] … Dictionary of Greek